Skip to main content

Συντάκτες

Βασίλειος Σ. Λιαράκος MD, PHD, FEBO
Χειρουργός Οφθαλμίατρος,
AKTINA CENTER, Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών
Επικοινωνία: vsliarakos@gmail.com

Μαρία Αλεξάκη MD
Χειρουργός Οφθαλμίατρος,
AKTINA CENTER
Επικοινωνία: contact@aktinacenter.com

Αλίκη Κάντζου
Οπτικός – Οπτομέτρης,
AKTINA CENTER
Επικοινωνία: contact@aktinacenter.com

Μ. Αλεξάκη1, Α. Κάντζου1, Μ. Δούβαλη1, Β. Γιάβη1, Ε. Μπουρούκη1, Ε. Οκουτσίδου1,2, Μ. Καφατάρης1,2, Β. Σ. Λιαράκος1,2
1. AKTINA CENTER ΟΦΘΑΛΜΟΛΟΓΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ
2. ΝΑΥΤΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Η όραση είναι η πιο σημαντική ανθρώπινη αίσθηση. Η απώλεια πληροφορίας εξαιτίας ανεπαρκούς χρωματικής αποκωδικοποίησης, μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολίες σε όλες σχεδόν τις πτυχές της ζωής.

Αίτια δυσχρωματοψίας

Η δυσχρωματοψία είναι η αδυναμία αντίληψης χρωμάτων και εμφανίζεται σχεδόν πάντα σε υγιή μάτια. Συνήθως είναι κληρονομική, υπάρχει από τη γέννηση και τα αίτια είναι γονιδιακά. Συνδέεται με το χρωμόσωμα Χ και περνά από τη μητέρα στον γιο. Εμφανίζεται περισσότερο στους άνδρες με συχνότητα 8%, ενώ στις γυναίκες περίπου 0,5%. Τα περισσότερα επίκτητα προβλήματα στην έγχρωμη όραση είναι αποτέλεσμα νόσου, τραύματος, μεταβολικής ασθένειας, αγγειακής νόσου ή τοξικό αποτέλεσμα από τη χρήση φαρμάκων και ουσιών. Επίκτητη απώλεια στην έγχρωμη όραση μπορεί να προκληθεί και από επίκτητη νόσο της ωχράς (ελλείμματα στο μπλε-κίτρινο) ή του οπτικού νεύρου (ελλείμματα στο κόκκινο-πράσινο).

Παθογένεια

Για να κατανοήσουμε την παθολογία της δυσχρωματοψίας, απαραίτητη προϋπόθεση είναι αρχικά να αντιληφθούμε τη λειτουργία της όρασης. Η όραση εξαρτάται από τα φωτοευαίσθητα κύτταρα του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, τα κωνία και τα ραβδία. Τα ραβδία είναι περίπου 120-140 εκατομμύρια και είναι υπεύθυνα για την αντίληψη της όρασης όταν υπάρχει αμυδρό φως, όπως επίσης και στη νυχτερινή όραση. Τα κωνία είναι περίπου 6-7 εκατομμύρια και είναι υπεύθυνα να αντιλαμβάνονται τη φωτεινότητα του φωτός της ημέρας και να το αναλύουν σε χρώματα. Συγκεκριμένα, η χρωματική αντίληψη εξαρτάται από τρεις πληθυσμούς κωνίων, καθένας από αυτούς με συγκεκριμένη αιχμή ευαισθησίας (Εικόνα 1). Ο μπλε στα 414-424nm (μικρά μήκη κύματος – S κωνία), ο πράσινος στα 522-539nm (μεσαίου μήκους κύματα – M κωνία) και ο κόκκινος στα 549-570nm (μεγάλου μήκους κύματα – L κωνία). Η φυσιολογική – πλήρης αντίληψη των χρωμάτων απαιτεί όλα αυτά τα βασικά χρώματα να αντιστοιχούν με αυτά του φάσματος. Καθοριστικό ρόλο στην ευαισθησία αυτή των κωνίων στα διαφορετικά χρώματα παίζουν φωτοευαίσθητες χρωστικές, οι ροδοψίνες. Διαταραχή σε αυτή τη διαδικασία (μειωμένη ποσότητα χρωστικής ανά κωνίο ή απουσία ενός ή περισσότερων ειδών κωνίων) οδηγεί σε διαταραχή αντίληψης των αντίστοιχων χρωμάτων και διαστρέβλωση της χρωματικής αντίληψης του ατόμου.

Εικόνα 1: Τύποι κωνίων στον ανθρώπινο οφθαλμό: Σχετική ευαισθησία ανάλογα με το μήκος κύματος ερεθισμού. Τα μπλε ερεθίζονται στα 414-424nm (μικρά μήκη κύματος – S κωνία), τα πράσινα στα 522-539nm (μεσαίου μήκους κύματα – M κωνία) και τα κόκκινα στα 549-570nm (μεγάλου μήκους κύματα – L κωνία).

Δοκιμασία χρωματικής αντίληψης Ishihara

Η δοκιμασία Ishihara είναι η πιο ευρέως διαδεδομένη μέθοδος εκτίμησης της χρωματικής αντίληψης, εύκολη και διαθέσιμη σε όλα τα οφθαλμολογικά ιατρεία. Είναι σχεδιασμένη για τον έλεγχο της συγγενούς πρωτανωμαλίας και δευτερανωμαλίας, αλλά πρακτικά χρησιμοποιείται συχνά για την ανίχνευση ανωμαλιών της έγχρωμης όρασης οποιουδήποτε τύπου. Ανάλογα με τις απαντήσεις του ασθενούς, καθορίζεται το αν έχει φυσιολογική ή παθολογική χρωματική αντίληψη, καθώς και αν η βλάβη εντοπίζεται στο κόκκινο ή στο πράσινο. O Shinobu Ishihara ήταν στρατιωτικός ιατρός στον Αυτοκρατορικό Στρατό της Ιαπωνίας και μετέπειτα καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τόκυο. Εμπνεύστηκε και σχεδίασε τις ψευδοϊσοχρωματικές καρτέλες που χρησιμοποιούμε μέχρι και σήμερα το 1917. Οι ίδιες αυτές καρτέλες χρησιμοποιούνται 100 χρόνια μετά.

Κατά την εξέταση, οι καρτέλες πρέπει να βρίσκονται σε καλή κατάσταση ποιότητας ως προς το υλικό και τα χρώματα. Επίσης, ο φωτισμός παίζει σημαντικό ρόλο, με ορθό φωτισμό θερμοκρασίας 6000-7000Κ, δηλαδή σχετικά λευκό – ψυχρό φωτισμό. Ο θερμός φωτισμός αλλοιώνει τις αποχρώσεις. Η χρήση ηλεκτρονικών οπτοτύπων μπορεί να διαχειριστεί πιο εύκολα αυτές τις συνθήκες.

Πώς ερμηνεύονται οι ψευδοϊσοχρωματικοί πίνακες Ishihara; (Εικόνα 2)

Κατ’αρχάς πρέπει να εξασφαλίζουμε τις ορθές συνθήκες φωτισμού, την ορθή απόσταση ανάγνωσης και να προηγηθεί η ορθή διαθλαστική διόρθωση των εξεταζόμενων.

Η καρτέλα 1, η οποία δείχνει τον αριθμό «12», πρέπει να γίνεται αντιληπτή από όλους, τόσο από τους εξεταζόμενους με φυσιολογική αντίληψη των χρωμάτων, όσο και από αυτούς με δυσχρωματοψία ή ακόμη και με αχρωματοψία. Χρησιμοποιείται για να διασφαλίσουμε την επαρκή οπτική οξύτητα, ώστε να αξιολογηθούν οι επόμενες καρτέλες, καθώς και για να ελέγξουμε εάν υποκρίνεται ο εξεταζόμενος.

Οι καρτέλες 2-9 προσδιορίζουν τους εξεταζόμενους με σοβαρή δυσχρωματοψία. Οι εξεταζόμενοι με σοβαρή δυσχρωματοψία δεν αναγνωρίζουν την παρουσία αριθμών στις καρτέλες αυτές (δεν βλέπουν τίποτα), ενώ οι εξεταζόμενοι με ήπια δυσχρωματοψία αναγνωρίζουν την παρουσία διαφορετικών αριθμών, π.χ. αναγνωρίζουν στη 2η καρτέλα τον αριθμό «3» αντί του αριθμού «8». Οι καρτέλες 10-17 προσδιορίζουν τους ασθενείς με ήπια δυσχρωματοψία, οι οποίοι δεν αναγνωρίζουν καθόλου αριθμούς.

Οι καρτέλες 18-21 χρησιμοποιούνται για να ελεγχθεί το ενδεχόμενο οι εξεταζόμενοι να υποκρίνονται. Σε περίπτωση ήπιας δυσχρωματοψίας υπάρχει περίπτωση να αναγνωρισθούν ψευδώς αριθμοί, ενώ σε περίπτωση φυσιολογικής αντίληψης χρωμάτων δεν αναγνωρίζονται αριθμοί.

Οι καρτέλες 22-25 χρησιμοποιούνται για τη διάκριση μεταξύ πρωτανωμαλίας και δευτερανωμαλίας. Είναι διψήφιοι αριθμοί και το ψηφίο το οποίο στον ερμηνευτικό πίνακα βρίσκεται εντός παρενθέσεως συνήθως δεν αναγνωρίζεται από τους εξεταζόμενους με πρωτανωμαλία ή δευτερανωμαλία αντίστοιχα.

Εικόνα 2: Η ανάγνωση των ψευδοϊσοχρωματικών πινάκων του Ishihara από εξεταζόμενους με φυσιολογική αντίληψη χρωμάτων, με δυσχρωματοψία (πρωτανωμαλία ή δευταρανωμαλία) ή με αχρωματοψία και η πιθανότητα ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων για την κάθε καρτέλα.

Πόσες «λάθος» απαντήσεις πρέπει να αποδεχθούμε πριν χαρακτηρίσουμε έναν εξεταζόμενο ως έχοντα δυσχρωματοψία και γιατί;

Η πιθανότητα ψευδώς θετικών απαντήσεων αναγράφεται στην τελευταία στήλη. Δηλαδή υπάρχει π.χ. 1% πιθανότητα ένας εξεταζόμενος με φυσιολογική αντίληψη χρωμάτων να αναγνωρίσει στη 2η καρτέλα τον αριθμό «3» αντί του αριθμού «8» που είναι το σωστό. Παρατηρούμε ότι όταν αξιολογείται η 9η καρτέλα, που παρουσιάζει τον αριθμό «74», υπάρχει πιθανότητα 34% να διαβαστεί ως το εσφαλμένο «21» από εξεταζόμενους με φυσιολογική αντίληψη χρωμάτων. Δηλαδή, ένας στους τρεις εξεταζόμενους με φυσιολογική αντίληψη χρωμάτων θα δώσει εσφαλμένη απάντηση στην 9η καρτέλα με τον αριθμό «74». Αντίστοιχα, το ποσοστό ψευδώς θετικών απαντήσεων, δηλαδή ένας εξεταζόμενος με φυσιολογική αντίληψη χρωμάτων να απαντήσει λάθος, κυμαίνεται από 10-20% στις καρτέλες 12, 13, 16 και 17. Το υψηλό ποσοστό ψευδώς θετικών απαντήσεων σε 5 από τους πρώτους 17 πίνακες επηρεάζει τον προσδιορισμό του ιδανικού αριθμού εσφαλμένων απαντήσεων που θα αποτελεί το όριο μεταξύ «φυσιολογικής» και «παθολογικής» αντίληψης των χρωμάτων. Δηλαδή: Πόσες εσφαλμένες απαντήσεις μπορούμε να αποδεχθούμε πριν χαρακτηρίσουμε έναν εξεταζόμενο ως έχοντα δυσχρωματοψία, ελαχιστοποιώντας την πιθανότητα να κάνουμε λάθος, δηλαδή να έχει φυσιολογική αντίληψη των χρωμάτων, αλλά ταυτόχρονα ελαχιστοποιώντας και την πιθανότητα να μας διαφύγει μια πραγματική δυσχρωματοψία.

Έχουμε διαπιστώσει ότι εάν το όριο τεθεί στις 2 εσφαλμένες απαντήσεις, 45% των ανδρών θα χαρακτηριστούν ως έχοντες δυσχρωματοψία, καθώς 37% των εξετάσεων κατά Ishihara θα είναι ψευδώς θετικές. Αυτό σημαίνει ότι ένα τέτοιο όριο είναι πολύ «αυστηρό» και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Εάν το όριο τεθεί στις 3 εσφαλμένες απαντήσεις, 13% των εξετάσεων κατά Ishihara θα είναι ψευδώς θετικές.

Εάν το όριο τεθεί στις 4 ή περισσότερες εσφαλμένες απαντήσεις το ποσοστό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων είναι μόλις 4%. Έτσι, 12% των ανδρών αναμένεται να χαρακτηριστούν ως έχοντες δυσχρωματοψία, το οποίο και προσεγγίζει την πραγματικότητα.

Το ποσοστό ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων, δηλαδή να μην ανιχνευθεί η δυσχρωματοψία, καθίσταται στατιστικά σημαντικό εάν το όριο τεθεί στις 6 ή περισσότερες εσφαλμένες απαντήσεις. Κατά συνέπεια, εάν το όριο τεθεί στις 5 εσφαλμένες απαντήσεις, το ισοζύγιο μεταξύ ψευδώς θετικών και ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων ισοσκελίζεται. Γι’ αυτό τον λόγο, απαιτούνται πάνω από 5 εσφαλμένες απαντήσεις κατά την εξέταση με τους ψευδοϊσοχρωματικούς Πίνακες Ishihara (Πίνακες 2-17) ώστε να χαρακτηριστεί ο εξεταζόμενος ως έχων δυσχρωματοψία, με βεβαιότητα και ασφάλεια. Σε περίπτωση που συμπεριληφθούν και οι Πίνακες 18-21, τότε το όριο πρέπει να ανέβει στις 6 αποδεκτές εσφαλμένες απαντήσεις, ώστε να διατηρηθεί το ποσοστό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων κάτω του 10%. Προτείνεται να μην συμπεριλαμβάνονται οι Πίνακες 18-21 στην τελική αξιολόγηση.

Άλλες δοκιμασίες χρωματικής αντίληψης

Η δοκιμασία των 100 αποχρώσεων (Farnsworth – Munsell 100 Hue test) είναι μια μέθοδος ευαίσθητη, αλλά αρκετά χρονοβόρα. Μπορεί να ανιχνεύσει τόσο συγγενείς όσο και επίκτητες διαταραχές χρωματικής αντίληψης. Χρησιμοποιώντας 85 καπάκια (πεσσοί) διαφορετικών αποχρώσεων, ο ασθενής καλείται να τα τοποθετήσει προοδευτικά σε τέσσερις θήκες και ανάλογα με τη σειρά που θεώρησε σωστή, τα ευρήματα καταγράφονται σε κυκλικό διάγραμμα και ο τύπος δυσχρωματοψίας αποκαλύπτεται βάσει μιας εκτροπής σε συγκεκριμένο μεσημβρινό-άξονα του διαγράμματος.

Η δοκιμασία Hardy-Rand-Rittler είναι παρόμοια με της Ishihara και μπορεί να ανιχνεύσει και τις τρεις συγγενείς διαταραχές αντίληψης χρωμάτων.

Το Lantern Test προβάλλει κάθετα δύο φωτάκια διαφορετικού χρώματος (9 ζεύγη χρωμάτων, επί 2 δευτερόλεπτα το καθένα) τα οποία εναλλάσσονται.

Η δοκιμασία του Πανεπιστημίου City αποτελείται από 10 πλαίσια, καθένα από τα οποία περιέχει ένα κεντρικό χρώμα και τέσσερα περιφερικά, από τα οποία ο εξεταζόμενος καλείται να διαλέξει αυτό που προσομοιάζει καλύτερα με το κεντρικό.

Μπορούμε να βοηθήσουμε τους ασθενείς με δυσχρωματοψία να «δουν» τις αποχρώσεις που δεν βλέπουν;

Τώρα πια μπορούμε με χρήση φακών με ειδικό φίλτρο. Αρχικώς, το color blind test εντοπίζει την ύπαρξη διαταραχής στο κόκκινο-πράσινο φάσμα. Στον εξεταζόμενο παρουσιάζονται μια σειρά από σχήματα C, στα οποία καλείται να εντοπίσει το κενό (Εικόνα 3). Η πρώτη δοκιμασία προσδιορίζει αν υπάρχει διαταραχή, ενώ οι επόμενες δύο καθορίζουν αν πρόκειται για πρωτανωμαλία ή δευτερανωμαλία. Κατόπιν, τοποθετούνται κατάλληλοι χρωματιστοί δοκιμαστικοί φακοί μπροστά από τα γυαλιά του ασθενούς και καθορίζεται ο βαθμός διορθωτικού χρωματικού φακού που απαιτείται (π.χ. P10, P20, D30). Σε περίπτωση πρωτανωμαλίας χρησιμοποιούνται φακοί της σειράς “P” και σε περίπτωση δευτερανωμαλίας φακοί της σειράς “D”. Όσο πια «βαριά» η δυσχρωματοψία, τόσο πιο βαθιά η απόχρωση του φίλτρου που πρέπει να χρησιμοποιηθεί και τόσο πιο υψηλό το νούμερο του φακού (Εικόνα 4).

Εικόνα 3: Προσδιορισμός της βαρύτητας της πρωτανωμαλίας (πάνω) και της δευτερανωμαλίας (κάτω) με τη χρήση ειδικού τεστ.

Εικόνα 4: Δοκιμαστικοί διορθωτικοί φακοί δυσχρωματοψίας. Σε περίπτωση πρωτανωμαλίας χρησιμοποιούνται φακοί της σειράς “P” και σε περίπτωση δευτερανωμαλίας φακοί της σειράς “D”. Όσο πιο «βαριά» η δυσχρωματοψία, τόσο πιο βαθιά η απόχρωση του φίλτρου που πρέπει να χρησιμοποιηθεί και τόσο πιο υψηλό το νούμερο του φακού.

Πολλές ακόμα δοκιμασίες, για έλεγχο της χρωματικής αντίληψης, υπάρχουν στο διαδίκτυο, με υψηλότερη ή χαμηλότερη ευαισθησία και ειδικότητα μεταξύ τους. Παρόλα αυτά, η εξέταση θα πρέπει να γίνεται από ειδικό οφθαλμίατρο ή εξειδικευμένο οπτικό, προκειμένου να γίνει η σωστή διάγνωση και αντιμετώπιση.

Βάσει των αποτελεσμάτων των ατομικών εξετάσεων, συνιστώνται προσωποποιημένα γυαλιά, καθώς κάθε πάσχον άτομο έχει διαφορετικό βαθμό και τύπο δυσχρωματοψίας (Εικόνα 5). Οι επιστρώσεις αυτές μπορούν να εφαρμοστούν τόσο σε φακούς με βαθμούς (μονοεστιακοί, διπλοεστιακοί, πολυεστιακοί), όσο και σε φακούς με μηδενικό βαθμό. Με τη βοήθεια του οπτικού, προσαρμόζονται σε κάθε σκελετό και μπορεί να εφαρμοστεί και αντιχαρακτική επίστρωση.

Συνιστάται να τοποθετείται προστατευτική επίστρωση UV. Τα γυαλιά διόρθωσης της δυσχρωματοψίας απορροφούν περίπου 40% του εισερχόμενου φωτός. Τα μάτια προσαρμόζονται εύκολα, με τις κόρες να διαστέλλονται λίγο περισσότερο. Η προστατευτική επίστρωση UV αποβάλλει τις βλαβερές ακτίνες (κάτω των 400nm).

Στην αχρωματοψία δεν υπάρχει διόρθωση με φακούς, ωστόσο στην κλινική πράξη υπάρχουν κάποιες αποχρώσεις οι οποίες ανακουφίζουν τους ασθενείς από τη φωτοευαισθησία που έχουν κυρίως στον ήλιο.

Εικόνα 5: Από τους δοκιμαστικούς φακούς στα τελικά γυαλιά δυσχρωματοψίας

Συμπέρασμα

Οι Πίνακες Ishihara εξακολουθούν να είναι χρήσιμοι και πρακτικοί, 100 χρόνια μετά τη δημιουργία τους. Εσφαλμένη ανάγνωση ορισμένων από αυτούς δεν σημαίνει υποχρεωτικά διάγνωση δυσχρωματοψίας. Χρειάζονται τουλάχιστον 5 εσφαλμένες απαντήσεις για να χαρακτηριστεί η αντίληψη των χρωμάτων πλημμελής ή επισφαλής.

Η δυσχρωματοψία δεν θεραπεύεται, αλλά όπως και στην περίπτωση των κανονικών γυαλιών, με ειδικούς διορθωτικούς φακούς η χρωματική όραση μπορεί να βελτιωθεί. Προς το παρόν, οι φακοί αυτοί βοηθούν τους πάσχοντες από πρωτανωμαλία ή δευτερανωμαλία (πράσινο- κόκκινο), ενώ για το μπλε χρώμα ακόμα δεν έχουν φτιαχτεί αλλά βρίσκονται σε ερευνητικό στάδιο.

Είναι πολύ σημαντικό να γίνει αυτό, καθώς περίπου τον 90% των πληροφοριών που δέχεται ο άνθρωπος σχετίζεται με την αίσθηση της όρασης. Επομένως, τα άτομα με δυσχρωματοψία μπορεί να βιώσουν αποκλεισμό από συγκεκριμένες δραστηριότητες, ομάδες, καθώς ακόμα και επαγγελματικό προσανατολισμό (π.χ. πιλότοι, συγκεκριμένες στρατιωτικές σχολές, σχεδιαστές, εικαστικοί, καλλιτέχνες, γραφίστες κ.λ.π.). Με τη χρήση ειδικών φακών μπορούμε να αποκαταστήσουμε τις χαμένες αποχρώσεις. Και ο ασθενής με δυσχρωματοψία αποκαθιστά μια φυσιολογική, ασφαλή και λειτουργική αντίληψη των χρωμάτων και των αποχρώσεων.