
Β' μέρος
Μετά τις πρώτες νίκες στην έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και ένα μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας. Ενώ διαγραφόταν ευνοϊκό και γρήγορο το νικηφόρο αποτέλεσμα των Χριστιανικών Δυνάμεων, άρχισαν μεταξύ των Συμμάχων οι διχόνοιες και οι δυσπιστίες λόγω της τάσεως, κυρίως της Βουλγαρίας, για κατάληψη και ενσωμάτωση περισσότερων εδαφών για ικανοποίηση εθνικών βλέψεων.
Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό δυσαρέστησε πολύ τη Βουλγαρία. Επιπρόσθετα, η ανάδειξη Αλβανικού κράτους με επακόλουθο την μη έξοδο της Σερβίας στην Αδριατική, με απαίτηση της Αυστροουγγαρίας, ενόχλησε πολύ τους Σέρβους, οι οποίοι στράφηκαν σε κατάληψη εδαφών της Μακεδονίας προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του Βουλγαρικού κράτους.
Έτσι, από τις αρχές του 1913 άρχισαν αψιμαχίες μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων αφενός και Βουλγάρων και Σέρβων αφετέρου, ενώ ακόμη δεν είχε υπογραφεί η Συνθήκη του Λονδίνου.
Βλέποντας την επιθετικότητα αυτή των Βουλγάρων, η Ελλά- δα και η Σερβία υπέγραψαν αμυντική συμμαχία στις 19 Μαΐου του 1913 για την από κοινού απόκρουσή της.
Τη στιγμή εκείνη ο βουλγαρικός στρατός ήταν ο ισχυρότερος και αριθμούσε περίπου 350.000 άνδρες, ο σερβικός αριθμούσε 260.000 και ο ελληνικός περίπου 100.000, χωρίς να υπολογίζονται οι ιππείς και τα πυροβόλα στα οποία πάλι υπερτερούσαν οι Βούλγαροι.
Τελικά, στις 17 Ιουνίου συνέβη το αναπόφευκτο. Ο βουλγαρικός στρατός επιτέθηκε εναντίον των Ελλήνων στις περιοχές του Παγγαίου και εναντίον των Σέρβων στην περιοχή του Ιστίπ ξεκινώντας έτσι τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο.
Η απάντηση της Ελλάδας ήταν άμεση. Ξεκίνησε στις 17 Ιουνίου με την εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης από τους στρατοπεδευμένους εκεί Βουλγάρους. Συνεχίστηκε με τις μάχες του Κιλκίς και του Λαχανά και στις αρχές Ιουλίου με την προέλαση των Ελληνικών δυνάμεων εντός του βουλγαρικού εδάφους. Στις 17 Ιουλίου ο ελληνικός στρατός βρίσκεται σε απόσταση σαράντα χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, τη Σόφια.
Εν τω μεταξύ και παράλληλα με τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού, ο ελληνικός στόλος ελευθέρωσε την Καβάλα, την Ξάνθη, την Κομοτηνή και την Αλεξανδρούπολη.
Διαβλέποντας τότε τη βέβαιη ήττα της Βουλγαρίας, ο ρουμανικός στρατός εισήλθε στο βουλγαρικό έδαφος και έφτασε στις 17η Ιουλίου σε απόσταση τριάντα χιλιομέτρων από τη Σόφια, ενώ και ο τουρκικός στρατός επωφελήθηκε και κατέλαβε την Αδριανούπολη.
Τελικά, στις 18 Ιουλίου του 1913, μετά από αίτημα της Βουλγαρίας, υπογράφεται ανακωχή μεταξύ των εμπολέμων και στις 10 Αυγούστου του ίδιου έτους η Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Αυτή η συνθήκη δυστυχώς δεν παραχώρησε στην Ελλάδα όλα τα εδάφη που αυτή κατέκτησε κατά την περίοδο των βαλκανικών πολέμων. Τα ανέκτησε αργότερα στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και διαμορφώθηκαν έτσι τα σημερινά εθνικά σύνορα.
Έτσι έληξε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος που διήρκεσε μόνο ένα μήνα, αλλά άφησε πίσω του πολύ μεγαλύτερες απώλειες από τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.
Συνολικά, με τους δύο αυτούς Βαλκανικούς Πολέμους η Ελλάδα όχι μόνο διπλασίασε τα εδάφη της και το πληθυσμό του κράτους, αλλά τον ενίσχυσε με εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό.
Βιβλιογραφία
Μαυρογορδάτος, Θ. Γιώργος (2016). 1915 Ο Εθνικός Διχασμός. Εκδόσεις Πατάκη.
Η Καθημερινή. Επτά Ημέρες 20 Οκτωβρίου 2002. http://wwk.kathimerini.gr/kath/7days/2002/10/20102002.pdf
Βαλκανικοί Πόλεμοι. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%B1%CE%B