Συντάκτης
Kalra N et al. J Refract Surg;37:351-359.
Η μελέτη αυτή επιχειρεί να συνοψίσει τις ενδείξεις και τα αποτελέσματα της ένθεσης των φακικών ενδοφακών ICL & ICL toric οπισθίου θαλάμου σε περιστατικά κερατικής εκτασίας. Συμπεριέλαβε 30 μελέτες που είχαν δημοσιευτεί μέχρι τον Αύγουστο του 2020. Ελέγχθηκε η αποτελεσματικότητα, η ασφάλεια, η προβλεψιμότητα και η σταθερότητα του ενδοφακού ICL στους συγκεκριμένους οφθαλμούς. Τα κριτήρια ένθεσης του ενδοφακού στις περισσότερες μελέτες ήταν βάθος προσθίου θαλάμου >2.7mm έως >3,0mm ανάλογα και πυκνότητα ενδοθηλιακών κυττάρων >1800 έως >2500/mm2 . Όσο αφορά τον κερατόκωνο οι περισσότεροι οφθαλμοί ανήκαν στο στάδιο 1 ή 2 και μικρός αριθμός στο στάδιο 3.
Αποτελεσματικότητα ορίστηκε ο αριθμός των οφθαλμών με UDVA>20/40 μετεγχειρητικά. Το ποσοστό αυτό κυμαινόταν από 60 μέχρι 100% ανάλογα με την μελέτη. Ο δείκτης αποτελεσματικότητας ήταν το πηλίκο: μετεγχειρητικό UDVA προς προεγχειρητικό CDVA (εύρος:0,72- 1,75). Συνεπώς ο ICL ήταν αποτελεσματικός σε οφθαλμούς με εκτασία παρά τη δυσκολία της μέτρησης των βιομετρικών παραμέτρων. Η προβλεψιμότητα αφορά τον αριθμό των οφθαλμών που πετύχανε μετεγχειρητικά σφαιρικό ισοδύναμο (SΕ) εντός 0,50D και 1,00D από το προβλεπόμενο SE. Το ποσοστό αυτό αναφέρεται από 70-85%, στην πρώτη και >90% στην δεύτερη περίπτωση. Ασφάλεια της τεχνικής χαρακτηρίστηκε η απώλεια ή το κέρδος γραμμών όρασης (CDVA) και το ποσοστό των οφθαλμών που το παρουσίασε. Οι περισσότερες μελέτες δεν ανέφεραν απώλεια πάνω από 2 γραμμές του πίνακα Snellen. Καμία μελέτη δεν ανέφερε σημαντική απώλεια ενδοθηλιακών κυττάρων. Τα αποτελέσματα παρουσίαζαν σταθερότητα κατά την περίοδο της μετεγχειρητικής παρακολούθησης. Η ποιότητα της όρασης εκτιμήθηκε με τη μεταβολή των υψηλών εκτροπών. Στις περισσότερες μελέτες οι υψηλές εκτροπές δεν βελτιώθηκαν παρά τη βελτίωση της διάθλασης. Η βιομηχανική του κερατοειδούς, όπως αυτή ελέγχθηκε στους τρεις μήνες μετεγχειρητικά με το σύστημα Corvis ST και ORA, δεν παρουσίασε μεταβολές, γεγονός που συνηγορεί ότι η τεχνική είναι ασφαλής για λεπτούς κερατοειδείς. Η ένθεση του ενδοφακού πραγματοποιήθηκε σε μικρό αριθμό περιστατικών με Pellicid Marginal Degeneration (PMD). Ενώ τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά η μεταβολή της διάθλασης των οφθαλμών αυτών μετατοπίζει το όριο του χειρουργείου σε μεγαλύτερες ηλικίες σε σχέση με τον κερατόκωνο. Τέλος, μελέτες που αφορούσαν μετεγχειρητική εκτασία, αλλά και υπολειπόμενο αστιγματισμό μετά από κερατοπλαστική, έδειξαν ότι ο ΤICL είναι μία εφικτή επιλογή για τη διόρθωση των διαθλαστικών σφαλμάτων και σε αυτούς τους οφθαλμούς. Οι περισσότερες μελέτες δεν ανέφεραν επιπλοκές που αφορούσαν την ένθεση του ΤICL στους οφθαλμούς με κερατική εκτασία. Τονίζεται όμως η δυσκολία του υπολογισμού της ισχύος του ενδοφακού λόγω της εκτασίας, όπως επίσης και η πιθανότητα μεταβολής του διαθλαστικού αποτελέσματος σε εκείνες τις περιπτώσεις που η πάθηση εξελίσσεται.
Συμπερασματικά, η ένθεση ICL, TICL σε ασθενείς με εκτασία κερατοειδούς και σταθερή νόσο δίνει καλά αποτελέσματα με πολύ μικρό ποσοστό επιπλοκών. Η διόρθωση του διαθλαστικού σφάλματος μετεγχειρητικά δεν συνεπάγεται όμως βελτίωση των υψηλών εκτροπών αυτών των οφθαλμών. Για τον λόγο αυτό ο ενδοφακός δεν έχει ένδειξη σε πολύ προχωρημένα στάδια εκτασίας ή σε παρουσία κερατικών ουλών. Το χειρουργείο είναι αναστρέψιμο και μπορεί να συνδυαστεί με άλλες τεχνικές ομαλοποίησης του κερατοειδούς.