Στο τέταρτο και τελευταίο αφιέρωμα στην μεγαλειώδη Ελληνική Επανάσταση του 1821, θα αναφερθώ στην δολοφονία του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος, του Ιωάννη Καποδίστρια, όπως αυτή εξιστορείται από τον άγνωστο σε πολλούς φιλέλληνα Ρώσο αξιωματικό Αλεξέι Νικολάγιεβιτς Ράικο, αυτόπτη μάρτυρα του γεγονότος.(1)
Αλεξέι Ράικο
Ο Ράικο, ήταν αν όχι ο μοναδικός, οπωσδήποτε ο γνωστότερος Ρώσος φιλέλληνας που έφτασε στην Ελλάδα τα τέλη του 1826 και βρέθηκε κοντά στους ελεύθερους Έλληνες. Παρέμεινε έως τις αρχές του 1832 και κατέλαβε σημαντικές θέσεις στον τακτικό στρατό που προσπάθησε να συγκροτήσει ο Κυβερνήτης. Απέκτησε την εμπιστοσύνη του Καποδίστρια και μάλιστα είναι χαρακτηριστική η επιστολή του τελευταίου προς τον Ράικο όπου αναφέρει:
«Η διάθεσις καθ ην δεν θέλεις να δεχθής ουδέν αντί των άλλων εις την Ελλάδα υπηρετημάτων σου, λαμπρύνει τον γενναίο σου χαρακτήρα, και εμέ κατευφραίνει υπερευγνωμονούντα. Βάλσαμον τούτο εις την ψυχήν μου την κατά πάσαν στιγμήν πικρίας ποτιζομένην. Σφίγγω την χείρα σου».
Ο Ράικο έδωσε τα πάντα στα τέσσερα χρόνια της παραμονής του στην Ελλάδα με ανιδιοτέλεια, με τον ίδιο να δηλώνει χαρακτηριστικά: «Γι’ αυτό ζητώ να ονομαστώ στο έγγραφο απόλυσής μου απλός φιλέλληνας, ευτυχής αν απόκτησα κάποιο δικαίωμα στην προσωνυμία αυτή».
Το 1841 ο βασιλιάς Όθων τίμησε με το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Σωτήρος τον Α. Ν. Ράικο.
Η βιογραφία του Α. Ν. Ράικο, δημοσιεύτηκε στο «Ρωσικό Αρχείο» του έτους 1868, σσ 279-308. Το σημείωμα της δολοφονίας του Καποδίστρια, έχει μεταφραστεί από το γαλλικό πρωτότυπο, το οποίο βρίσκεται στην κατοχή της οικογένειας του Α. Ν. Ράικο.
Η δολοφονία του Κυβερνήτη
Την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 1831, στις 6 η ώρα το πρωί οι στρατιώτες της φρουράς του Ναυπλίου έβγαιναν από τους στρατώνες τους και κατευθύνονταν προς την πλατεία του Πλατάνου περιμένοντας να αρχίσει η λειτουργία. Σύμφωνα με την παράδοση οι στρατιώτες λειτουργούνταν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Ο κόμης Ιωάννης Καποδίστριας, προτιμούσε την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος παρόλο που ήταν πολύ σκοτεινή και μικρή και έπρεπε να στέκεται σε ένα μικρό και στενόχωρο μέρος. Στις 6 λοιπόν το πρωί ο Κυβερνήτης ξεκίνησε για την εκκλησία συνοδευόμενος από τους δύο συνοδούς του, τον Αλβανό υπηρέτη και τον μονόχειρα Γ. Καντιώτη (ή Κοζώνη), που ασκούσε χρέη ορντινάτσας. Δίπλα από την εκκλησία βρίσκονταν το καφενείο του Αλέξη, όπου σύχναζαν συνήθως αξιωματικοί του πυροβολικού.
Όταν ο Κυβερνήτης έφτασε στην εκκλησία είδε στην δεξιά πλευρά της πόρτας τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και στην αριστερή τον Γεώργιο. Χαιρέτισε πρώτα τον Κωνσταντίνο που αποκρίθηκε στην υπόκλισή του, σηκώνοντας το αριστερό του χέρι και κατόπιν στράφηκε προς τον Γεώργιο, εκείνος όμως έβγαλε το χέρι του κάτω από το πανωφόρι του κρατώντας ένα πιστόλι και πυροβόλησε. Η σφαίρα αστόχησε. Τότε ο Γεώργιος έβγαλε ένα μαχαίρι και το κάρφωσε στον Κυβερνήτη στο ύψος του στομαχιού, ο δε Κωνσταντίνος τον πυροβόλησε κατευθείαν στο κεφάλι και συνέτριψε το κρανίο του. Ένας μάλιστα από τους φρουρούς των Μαυρομιχαλέων, ο Ι. Καραγιάννης πυροβόλησε εναντίον των σωματοφυλάκων του Καποδίστρια, αλλά αστόχησε. Η σφαίρα του καρφώθηκε δίπλα από την είσοδο του ναού (υπάρχει και σήμερα). Οι φονιάδες κατόπιν άρχισαν να τρέχουν για να διαφύγουν.
(συνεχίζεται…)
Βιβλιογραφία
- (1)Αλεξέι ΡάικοΗ δολοφονία του Καποδίστρια Εκδόσεις s@mizdat, 2019.