Συντάκτης
1. Οίδημα κερατοειδούς
Στρωματικό ή επιθηλιακό οίδημα στον κερατοειδή μπορεί να προκληθεί είτε οξέως μετεγχειρητικά, είτε μετά από μεγαλύτερη χρονική περίοδο από το χειρουργείο του καταρράκτη.
Το οξύ μετεγχειρητικό οίδημα οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων, όπως:
- μηχανικό τραύμα στον κερατοειδή
- αυξημένης διάρκειας χειρουργείο
- χημικό τραύμα
- φλεγμονή
- αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση
Όλοι οι προαναφερθέντες παράγοντες συντελούν στη βλάβη των ενδοθηλιακών κυττάρων του κερατοειδούς και ως συνέπεια στη δημιουργία οιδήματος στον κερατοειδή.
Το καθυστερημένο οίδημα του κερατοειδούς οφείλεται στην πλειονότητα των περιπτώσεων σε παραμένοντα κομμάτια του φακού στον πρόσθιο θάλαμο.
Ένα οίδημα κερατοειδούς στην πλειονότητα των περιπτώσεων εξαλείφεται μετά από 4 με 6 εβδομάδες. Εάν παραμείνει παραπάνω από 3 μήνες τότε, συνήθως, δεν αναμένεται να υποστρέψει.
Από τους συχνότερους παράγοντες κερατοειδικού οιδήματος είναι η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση, στην όποια χαρακτηριστικά το επιθήλιο του κερατοειδούς είναι οιδηματώδες, ενώ το στρώμα παραμένει φυσιολογικό.
Τα κύρια συμπτώματα μπορεί να κυμαίνονται από ένα απλό θάμβος όρασης μέχρι και πόνος σε μεγάλου βαθμού οιδήματα (Bullous keratopathy).
Θεραπευτικά, στα αρχικά στάδια, δίνονται στεροειδή τοπικά, υπεροσμωτικοί παράγοντες (NaCl 5%) και κάποιες φορές σταγόνες για τη μείωση της παραγωγής του υδατοειδούς υγρού. Σε χρόνια οιδήματα με έντονα συμπτώματα και ουλές στον κερατοειδή ενδείκνυται θεραπευτικά η κερατοπλαστική ολικού ή μερικού πάχους.
2. Brown McLean Syndrome
Πρόκειται για ένα σύνδρομο αδιευκρίνιστης αιτιολογίας, το οποίο χαρακτηρίζεται από περιφερικό οίδημα του κερατοειδούς που ξεκινάει στην κατώτερη περιοχή του και επεκτείνεται περιφερικά, αφήνοντας φυσιολογική την κεντρική περιοχή (5-7mm). Πολύ συχνά το ενδοθήλιο του κερατοειδούς εμφανίζει μορφολογία guttae παρουσία κοκκίων χρωστικής. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις το οίδημα αυτό μπορεί να εξελιχθεί σε σοβαρού βαθμού, επηρεάζοντας την κεντρική περιοχή του κερατοειδούς.
3. Οίδημα κερατοειδούς λόγω συμφύσεων μεταξύ υαλοειδούς και κερατοειδούς
Η εμφάνιση συμφύσεων μεταξύ υαλοειδούς και κερατοειδούς μπορεί να παρατηρηθεί μετά από ένα επιπλεγμένο χειρουργείο καταρράκτη και να οδηγήσει σε οίδημα του κερατοειδούς. Η θεραπεία στηρίζεται στην αφαίρεση όλου του υαλοειδούς από τον πρόσθιο θάλαμο με πρόσθια βιτρεκτομή ή με την χρήση του Nd:YAG laser που βοηθάει στη λύση των ινών του υαλοειδούς.
4. Επιπλοκές στις τομές του κερατοειδούς
Διαρροή από τις τομές είναι μία από τις επιπλοκές, η οποία μπορεί να συνδυάζεται με μειωμένη όραση, υποτονία με συνοδές πτυχές χοριοειδούς, αβαθή πρόσθιο θάλαμο, ύφαιμα, οίδημα οπτικής θηλής και ωχράς κηλίδας.
Η θεραπεία της διαρροής από τις τομές εξαρτάται κυρίως από το μέγεθος της διαρροής. Μικρές διαρροές κλείνουν συνήθως από μόνες τους, δεν εμφανίζουν συμπτώματα και τις περισσότερες των περιπτώσεων δεν χρειάζονται θεραπεία. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις η χρήση φαρμακευτικής αγωγής επιβάλλεται και περιλαμβάνει προφυλακτική αντιβιοτική αγωγή, αναστολείς υδατοειδούς υγρού, κυκλοπληγία, μείωση ή οριστική διακοπή στεροειδών και τέλος χρήση προστατευτικού φακού επαφής. Σε περιπτώσεις οπού παρατηρείται προβολή ίριδας, παρατεταμένη υποτονία με αβαθή θάλαμο, τότε η επιλογή είναι η χειρουργική αποκατάσταση με την τοποθέτηση ράμματος ή χρήση αμνιωτικής μεμβράνης ή τέλος ειδικής κόλλας.
5. Θερμικά εγκαύματα κερατοειδούς
Τα θερμικά εγκαύματα του κερατοειδούς κατά τη διάρκεια του χειρουργείου του καταρράκτη εντοπίζονται κυρίως στην περιοχή της κύριας τομής. Η θερμότητα που παράγεται από το tip του probe (θερμοκρασίες > 60°C) προκαλεί συρρίκνωση και δημιουργία ουλής στην κεντρική τομή με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται η ανατομία και ως συνέπεια η στεγανότητά της. Συνήθως σε αυτές τις τομές απαιτείται η τοποθέτηση ράμματος για να αποκατασταθεί η στεγανότητά τους.
6. Άνοιγμα ή Ρήξη τομών
Το άνοιγμα ή η ρήξη των τομών μπορεί να προκληθεί μετεγχειρητικά για δύο κυρίως λόγους: αυτόματα ή μετά από τραυματισμό. Οι λόγοι που μπορεί να οδηγήσουν σε αυτό οφείλονται σε καταστάσεις όπου υπάρχουν παθήσεις κολλαγόνου και ως συνέπεια η τομή δεν μπορεί να επουλωθεί πλήρως. Επιπλέον, όταν παρατηρείται λήψη στεροειδών, η δράση των κερατοκυττάρων αναστέλλεται με αποτέλεσμα οι τομές να μην μπορούν να επουλωθούν πλήρως. Τέλος, η στεγανότητα της τομής εξαρτάται και από το μέγεθός της, όσο μεγαλύτερο τόσο δυσκολεύει η επούλωσή της.
7. Αποκόλληση δεσκεμετίου μεμβράνης
Πολλές φορές κατά τη διάρκεια του χειρουργείου καταρράκτη κάποιο εργαλείο μπορεί να προκαλέσει τραυματισμό και αποκόλληση της δεσκεμετίου μεμβράνης του κερατοειδούς. Η αποκόλληση της δεσκεμετίου επιτρέπει στο υδατοειδές υγρό να εισέλθει στο στρώμα του κερατοειδούς και να προκαλέσει οίδημα. Οι μικρές αποκολλήσεις συνήθως επουλώνονται μόνες τους, ενώ σε μεγαλύτερου βαθμού χρειάζεται η τοποθέτηση φυσαλίδας αέρα, είτε ακόμα ειδικού αερίου ( SF6 , C3F8) στον πρόσθιο θάλαμο στο τέλος τους χειρουργείου για να επιτευχθεί η προσκόλλησή της στο στρώμα του κερατοειδούς.
8. Αστιγματισμός
Οι τομές ή σπανιότερα τα εγκαύματα του κερατοειδούς μεταβάλλουν την καμπυλότητα του κερατοειδούς με αποτέλεσμα να μεταβάλλεται εξίσου ο βαθμός του αστιγματισμού στον κερατοειδή. Οι τομές στις οποίες οφείλεται η σημαντικότερη μεταβολή του βαθμού του αστιγματισμού είναι:
- οι τομές οι οποίες βρίσκονται πιο κοντά στον οπτικό άξονα
- οι τομές οι οποίες είναι μεγαλύτερες σε μέγεθος ( >3mm)
- οι τομές στις οποίες έχει τοποθετηθεί ράμμα
9. Τήξη κερατοειδούς
Η τήξη του κερατοειδούς (κερατόλυση) αποτελεί μία σπάνια επιπλοκή, η οποία μπορεί να παρατηρηθεί σε οφθαλμούς που παρουσιάζουν διαταραχές της δακρυικής στοιβάδας και ως συνέπεια της οφθαλμικής επιφάνειας. Το μηχανικό ή το χημικό στρες που προκαλείται κατά τη διάρκεια του χειρουργείου του καταρράκτη ή ακόμα η μετεγχειρητική αγωγή με σταγόνες επιβαρύνουν τέτοιους οφθαλμούς, με αποτέλεσμα να διαταράσσεται επιπλέον η οφθαλμική επιφάνεια και να οδηγούμαστε στην τήξη του κερατοειδούς.
Ασθενείς με ξηροφθαλμία ή ασθενείς που πάσχουν από αυτοάνοσες παθήσεις (Sjogren, Ρευματοειδή αρθρίτιδα) είναι πιο επιρρεπείς σε παθήσεις οφθαλμικής επιφάνειας. Επιπλέον, η χρήση τοπικών μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών σταγόνων (ΜΣΑΦ) έχει παρατηρηθεί ότι οδηγεί σε επιπλέον διαταραχή της οφθαλμικής επιφάνειας διότι προκαλεί τοξικότητα στο επιθήλιο του κερατοειδούς.
Ασθενείς με διαταραγμένη οφθαλμική επιφάνεια θα πρέπει μετά από ένα χειρουργείο καταρράκτη να χρησιμοποιούν σταγόνες χωρίς συντηρητικά και να λαμβάνουν επιθετική αγωγή με ενυδατικές-λιπαντικές σταγόνες χωρίς συντηρητικά. Σε περιπτώσεις που η τοπική αγωγή δεν είναι επαρκής, τότε θεραπευτικά επιβάλλεται η χειρουργική αντιμετώπιση είτε με τη χρήση αμνιωτικής μεμβράνης είτε με τη χρήση μοσχεύματος κερατοειδούς.