Skip to main content
vivliografiko-catch-up-web

Συντάκτης

Ελισάβετ Πατσούρα
Χειρουργός Οφθαλμίατρος,
Γ.Γ. του ΔΣ της ΕΕΕΦΔΧ
Επικοινωνία: epatsoura@hotmail.com

Hyeck-Soo Son et al. Ophthalmology 2024;131:403-411

Η ανασκόπηση αυτή διερευνά τους παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με μειωμένη οπτική οξύτητα μετά από αλλαγή ενδοφακού καθώς και τις πιο συχνές μετεγχειρητικές επιπλοκές. Συμπεριέλαβαν 46023 επεμβάσεις αλλαγής ενδοφακού μεταξύ 2013-2019, σε άτομα μεγαλύτερα των 18 ετών, καταγεγραμμένες στο IRIS registry (US). Το πρωτεύον ερώτημα ήταν η μέση καλύτερα διορθωμένη οπτική οξύτητα 1,3,12 μήνες μετεγχειρητικά. Τα δευτερεύοντα ερωτήματα ήταν η γενικότερη τάση στις αλλαγές ενδοφακών καθώς και το ποσοστό καθώς και το είδος των επιπλοκών. Ενδιαφέρον έχει ότι κατά τη διάρκεια της μελέτης ο αριθμός των επεμβάσεων αντικατάστασης διπλασιάστηκε, ενώ τα συχνότερα αίτια (για τα περιστατικά στα οποία είχε καταγραφεί το αίτιο) ήταν η παρεκτόπιση του φακού, μηχανικά αίτια οφειλόμενα στον ενδοφακό και τα φωτοπικά φαινόμενα. Το πιο συχνό διάστημα μεταξύ του αρχικού χειρουργείου και της αλλαγής του ενδοφακού ήταν 56 μέρες, ενώ η μέση οπτική οξύτητα προ της αλλαγής ήταν 20/70 (Snellen chart), ενώ η μέση οπτική οξύτητα μετεγχειρητικά ήταν 20/40. Όσον αφορά τις μετεγχειρητικές επιπλοκές, οι πιο συχνά αναφερόμενες ήταν η επιαμφιβληστροειδική μεμβράνη (10,9%), οι μηχανικές προκαλούμενες από τον φακό επιπλοκές (9,4%), η παρεκτόπιση και αντικατάσταση του ενδοφακού (7,1%) και η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς (6,7%) στον ένα χρόνο της μετεγχειρητικής παρακολούθησης. Οι επιπλοκές από τον κερατοειδή συμπεριλαμβανόμενου και του οιδήματος ήταν 4,6%. Γλαύκωμα εμφάνισε το 6,5%. Τα ποσοστά ενδοφθαλμίτιδος ήταν 0,25% τις πρώτες 90 μετεγχειρητικές ημέρες. Στο ίδιο διάστημα το κυστικό οίδημα ωχράς ήταν 4,57% με ποσοστό που έφτανε το 8% σε οφθαλμούς που γινόταν συνδυασμός με οπίσθια υαλοειδεκτομή. Υπερχοριοειδική αιμορραγία εμφάνισε το 0.25% την πρώτη μετεγχειρητική εβδομάδα. Η χρόνια φλεγμονή δεν ήταν συνήθης (2,25% στους 3 μήνες). Οι παράγοντες που συνδυάστηκαν με οπτική οξύτητα <20/40 στους 12 μήνες ήταν η μεγάλη ηλικία, το κάπνισμα, η συνδυασμένη επέμβαση με υαλοειδεκτομή καθώς και η χαμηλότερη οπτική οξύτητα προεγχειρητικά. Οι λευκοί ασθενείς και οι γυναίκες είχαν μικρότερη πιθανότητα να έχουν οπτική οξύτητα <20/40. Συνολικά, 60% του συνόλου των οφθαλμών κατέληξε με όραση ίση ή καλύτερη του 20/40, ενώ μόλις 9% χειρότερη από 20/200. Η μελέτη έχει σίγουρα περιορισμούς. Στο IRIS registry δεν καταγράφονται οι συνυπάρχουσες νόσοι, οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάζουν το αποτέλεσμα, η εμπειρία και η τεχνική της επέμβασης καθώς και το είδος του ενδοφακού που αλλάχτηκε ή χρησιμοποιήθηκε στην αλλαγή. Παρόλες τις ατέλειες στην ποιότητα της πληροφορίας αναδεικνύονται οι πιθανές μετεγχειρητικές επιπλοκές καθώς η οπτική οξύτητα μετά από αυτές τις επεμβάσεις (στον συγκεκριμένο πληθυσμό των ΗΠΑ). Επιπρόσθετα, καθώς ξεκάθαρα τα νούμερα των αλλαγών ενδοφακού αυξάνονται, γεγονός που αντανακλά τα περισσότερα χειρουργεία καταρράκτη και τη χρήση πρεσβυωπικών ενδοφακών, είναι αναγκαία η σωστή εκπαίδευση των χειρουργών πρόσθιου και οπίσθιου ημιμορίου για την καλύτερη αντιμετώπιση των περιστατικών αυτών.