
Συντάκτης
Al- Ani H et al. Am J Ophthalmol 2022;244: 117–124
Η αναδρομική αυτή μελέτη περιλαμβάνει 471 οφθαλμούς με ραγοειδίτιδα που υποβλήθηκαν σε επέμβαση καταρράκτη. Στόχος της είναι να καθοριστεί η συχνότητα των διεγχειρητικών και μετεγχειρητικών επιπλοκών καθώς και οι προγνωστικοί παράγοντες που καθορίζουν την όραση μετεγχειρητικά. Η μέση διάρκεια της ραγοειδίτιδας προεγχειρητικά ήταν τρία χρόνια, ενώ το μέσο διάστημα χωρίς φλεγμονή ήταν ένας χρόνος. Η επέμβαση καταρράκτη σε ραγοειδικούς ασθενείς ενδείκνυται στην περίπτωση καταρράκτη που επηρεάζει την όραση σε ήρεμο οφθαλμό, δυσκολία στη βυθοσκόπηση λόγω του καταρράκτη, και σε παρουσία φακοαντιγονικού καταρράκτη. Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν 59.1 έτη. 62.3% των περιστατικών είχαν πρόσθια ραγοειδίτιδα, 17,4% διάμεση, 27% πανραγοειδίτιδα και 3,8% οπίσθια ραγοειδίτιδα. Η πιο συχνή διάγνωση ραγοειδίτιδας ήταν ιδιοπαθής (25,1%), ακολουθούμενη από σχετιζόμενη με HLA-B27. Ο μέσος αριθμός υποτροπών πριν το χειρουργείο καταρράκτη ήταν 3, ενώ η μέση διάρκεια παρακολούθησης μετεγχειρητικά ήταν 8,6 χρόνια. 3,4% των οφθαλμών είχαν χρόνιο κυστικό οίδημα ωχράς προεγχειρητικά για το οποίο ήταν σε θεραπεία με κορτικοειδή χορηγούμενα τοπικά, από το στόμα ή ενδοϋαλοειδικά. Στο σύνολο των χειρουργημένων οφθαλμών 46,7% δεν έλαβαν ή δεν είχαν τροποποίηση της θεραπείας τους προεγχειρητικά. Όλοι οι οφθαλμοί υποβλήθησαν σε φακοθρυψία, η οποία στο 32,3% συνδυάστηκε με λύση οπίσθιων συνεχειών, στο 24,6% απαιτήθηκε τεχνητή μυδρίαση της ίριδας και σε 18,1% χρησιμοποιήθηκε tryphan blue. Διεγχειρητικές επιπλοκές παρουσιάστηκαν σε 6,8% των οφθαλμών με συνηθέστερες τη ρήξη της Ζιννείου ζώνης (2,1%), πρόπτωση ίριδας (1,3%), ρήξη πρόσθιου (1,3%) και ρήξη οπίσθιου περιφακίου(1,1%), ενώ φάνηκε ότι η ύπαρξη οπίσθιων συνεχειών και το μικρό βάθος πρόσθιου θαλάμου ανήκαν στους προδιαθεσικούς παράγοντες για διεγχειρητικές επιπλοκές. Ένα χρόνο μετά την επέμβαση το 79,7% των οφθαλμών είχαν οπτική οξύτητα 20/50 ή καλύτερη, ενώ 25,45% των οφθαλμών εξακολουθούσαν να εμφανίζουν κύτταρα στον πρόσθιο θάλαμο. Η πιο συχνή μετεγχειρητική επιπλοκή ήταν η υποτροπή της ραγοειδίτιδας, που ήταν συχνότερη τα πρώτα δύο χρόνια μετά την επέμβαση. Το 11,9% των οφθαλμών παρουσίασε κυστικό οίδημα ωχράς (ΚΟΩ) μετεγχειρητικά, με το μεγαλύτερο ποσοστό να το εμφανίζει εντός των πρώτων 6 μηνών μετά το χειρουργείο. Ακόμα και οφθαλμοί με ιστορικό ΚΟΩ που βρίσκονταν σε προφυλακτική θεραπεία περιεγχειρητικά εμφάνισαν ΚΟΩ σε ποσοστό γύρω στο 20%, με έξαρση τον 2ο αλλά και τον 7ο μήνα μετεγχειρητικά γεγονός που επισημαίνει την ανάγκη μακροχρόνιας παρακολούθησης των οφθαλμών αυτών. Συχνή επιπλοκή ήταν και η θόλωση του περιφακίου (44,4%). Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι στο 26,3% χρειάστηκε να δοθεί καινούριος αντιγλαυκωματικός παράγοντας, ενώ το 9,3% υποβλήθηκε τελικά σε χειρουργείο γλαυκώματος. Συμπερασματικά, η επέμβαση καταρράκτη σε οφθαλμούς με ιστορικό ραγοειδίτιδας είναι ασφαλής σε έμπειρα χέρια. Οι οφθαλμοί αυτοί έχουν ανάγκη μακροχρόνιας παρακολούθησης μετεγχειρητικά καθώς παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο υποτροπής της ραγοειδίτιδας, εμφάνισης ΚΟΩ και απορρύθμισης συνυπάρχοντος γλαυκώματος.