Τα χημικά εγκαύματα έχουν συνέπειες πιθανά απειλητικές για την όραση. Η χημική ουσία και η ταχύτητα της αντιμετώπισης καθορίζουν τη βαρύτητα της βλάβης και την πρόγνωση. Η σωστή σταδιοποίηση σύμφωνα με την κλινική εικόνα μπορεί να καθορίσει την πιθανή έκβαση.
Τα χημικά εγκαύματα κερατοειδούς είναι από τις πιο επείγουσες καταστάσεις που συναντιούνται στην οφθαλμολογία με την ταχύτητα στην αντιμετώπισή τους να καθορίζει την τελική έκβαση. Στην μεγάλη πλειοψηφία τα χημικά εγκαύματα συμβαίνουν στον χώρο εργασίας, ένα μικρότερο ποσοστό από αυτά συμβαίνει στα πλαίσια οικιακού ατυχήματος ενώ τα τελευταία χρόνια αρχίζει να ανεβαίνει η συχνότητα των επιθέσεων με χρήση χημικών ουσιών. Τα εργασιακά ατυχήματα αφορούν ενήλικες σε παραγωγική ηλικία ενώ τα οικιακά ατυχήματα πολύ συχνά αφορούν μικρά παιδιά.1 Η επίπτωση των χημικών εγκαυμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής έχει πρόσφατα υπολογιστεί σε 51,10 νέες περιπτώσεις ανά 1 εκ. πληθυσμού ανά έτος2 ενώ στην Μεγάλη Βρετανία υπολογίστηκε σε 56 περιπτώσεις ανά 1 εκατομμύριο3. Όσον αφορά στα παιδιά, σε μία μελέτη στις ΗΠΑ βρέθηκε ότι σε υψηλότερο ρίσκο βρίσκονται ηλικίες 1-2 ετών οι οποίες είναι πολύ επίφοβες για ατυχήματα στο σπίτι.4
Αιτίες χημικών εγκαυμάτων
Οι ουσίες που προκαλούν χημικά εγκαύματα ανάλογα με τη χημική τους σύσταση διαιρούνται στις βάσεις, που είναι και οι πιο συχνές αιτίες, στα οξέα και σε διαβρωτικές ουσίες.5 Οι διαβρωτικές ουσίες, όπως το αλκοόλ και τα οικιακά απορρυπαντικά, μπορεί να προκαλέσουν αποεπιθηλιοποίηση της οφθαλμικής επιφάνειας, συνήθως χωρίς περαιτέρω επιπτώσεις.6
Οι βάσεις είναι πιθανό να προκαλέσουν πιο σοβαρό χημικό έγκαυμα εξαιτίας της ικανότητάς τους να διεισδύουν στον ιστό σε αντίθεση με τα οξέα τα οποία δρουν στην επιφάνεια.7,8 Παραδείγματα τέτοιων ουσιών είναι η αμμωνία, που βρίσκεται σε λιπάσματα και καθαριστικές ουσίες, και το υδροξείδιο του ασβεστίου που βρίσκεται στον ασβέστη και το τσιμέντο. Η αμμωνία έχει τον ταχύτερο ρυθμό διείσδυσης στον ιστό και γι’ αυτό μπορεί να προκαλέσει πιο σοβαρά εγκαύματα. Ο ασβέστης είναι η πιο συχνή αιτία χημικού εγκαύματος μεταξύ των βάσεων αλλά συγκριτικά λιγότερο βλαβερή. Οι βάσεις προκαλούν σαπωνοποίηση των λιπαρών οξέων στις κυτταρικές μεμβράνες (μετατρέποντας τα λιπαρά σε άλατα λιπαρών οξέων), υδρόλυση των γλυκοζαμινογλυκανών και συρρίκνωση των ινών του κολλαγόνου με αποτέλεσμα την διείσδυση στους ιστούς και πρόκληση βλαβών που εκτείνονται μέχρι τον πρόσθιο θάλαμο και το ακτινωτό σώμα. Χημικό έγκαυμα από βάση μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή ενδοφθάλμια φλεγμονή.
Τα οξέα προκαλούν πήξη των πρωτεϊνών του ιστού και συρρίκνωση του κολλαγόνου με αποτέλεσμα να μη διεισδύουν βαθύτερα αλλά να καταλήγουν σε έντονη θόλωση του κερατοειδούς. Κάποια οξέα με χαμηλό μοριακό βάρος μπορούν να διεισδύσουν και βαθύτερα.9 Παραδείγματα οξέων που προκαλούν εγκαύματα της οφθαλμικής επιφάνειας είναι το θειϊκό οξύ, το οποίο αποτελεί υλικό υγρών μπαταρίας, το υδροχλωρικό οξύ, το νιτρικό οξύ, που βρίσκεται σε χρώματα, και το οξικό οξύ στο ξύδι. Το θειϊκό οξύ είναι από τις πιο συχνές αιτίες εγκαυμάτων.
Eπιπλοκές χημικών εγκαυμάτων
Τα αποτελέσματα του χημικού εγκαύματος εξαρτώνται από τη φύση της χημικής ουσίας καθώς και από την έκταση και διάρκεια της επαφής της ουσίας με την οφθαλμική επιφάνεια. Ανάλογα με τον βαθμό της διείσδυσης η βλάβη μπορεί να αφορά το επιθήλιο του κερατοειδούς, το στρώμα του κερατοειδούς, τα πολυδύναμα κύτταρα του σκληροκερατοειδικού ορίου (ΣΚΟ), το επιθήλιο του επιπεφυκότα, την τενόνιο κάψα, ή και τις δομές του προσθίου ημιμορίου. Η καταστροφή των πολυδύναμων κυττάρων του ΣΚΟ συνήθως εκδηλώνεται ως ισχαιμία και οδηγεί σε αδυναμία ανανέωσης του υγειούς επιθηλίου του κερατοειδούς, με αποτέλεσμα εμμένον επιθηλιακό έλλειμμα. Η βλάβη στο στρώμα μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική θόλωση. Μια βλάβη στον διηθητικό ηθμό μπορεί να οδηγήσει σε υπερτονία ενώ βλάβη στο ακτινωτό σώμα μπορεί να οδηγήσει σε υποτονία και φθίση. Επιπρόσθετα, τα έγκαυμα μπορεί να αφορά και τα οφθαλμικά εξαρτήματα, με αποτέλεσμα για παράδειγμα δυσλειτουργικό βλεφαρισμό και κερατοπάθεια εξ εκθέσεως.
Σταδιοποίηση χημικών εγκαυμάτων
Ανάλογα με του βαρύτητά τους κατά την εμφάνιση, τα χημικά εγκαύματα κατηγοριοποιούνται σε στάδια με βάση τα οποία μπορεί να καθοριστεί η πρόγνωση. Διάφορα συστήματα σταδιοποίησης έχουν προταθεί κατά καιρούς άλλα δύο από αυτά έχουν επικρατήσει, το παλαιότερο κατά Roper-Hall και το νεότερο από τον Dua. Το σύστημα κατά Ropper-Hall είναι μία τροποποίηση ενός συστήματος που είχε αναπτυχθεί προηγούμενα από τον Ballen.10,11 Το σύστημα αυτό βασίζεται στην έκταση της βλάβης στον κερατοειδή καθώς και την ισχαιμία του ΣΚΟ (Πίνακας 1). Υπήρξε για χρόνια το επικρατέστερο σύστημα και έχει χρησιμοποιηθεί σε πλήθος μελετών. Μειονεκτήματα του συστήματος αυτού είναι ότι στην τέταρτη και βαρύτερη κατηγορία κατατάσσει ένα μεγάλο εύρος βλαβών, οι οποίες μπορεί να έχουν αρκετά διαφορετική πρόγνωση λόγω των νεότερων μέσων θεραπείας που χρησιμοποιούνται τα τελευταία χρόνια. Επιπροσθέτως, δεν αξιολογεί την κατάσταση του επιπεφυκότα.
Σε αντίθεση με τη σταδιοποίηση κατά Ropper Hall, η σταδιοποίηση του Dua δεν λαμβάνει υπόψη μόνο την ισχαιμία ΣΚΟ αλλά γενικώς τη βλάβη του.12 Η σταδιοποίηση αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί και κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης των χημικών εγκαυμάτων για να χαρακτηρίσει την εξέλιξή τους. Η κατάσταση του επιπεφυκότα χρησιμοποιείται ως παράμετρος κατηγοριοποίησης της βαρύτητας του εγκαύματος στη σταδιοποίηση αυτή. Το επιθήλιο που προέρχεται από τα βλαστικά κύτταρα των κολπωμάτων του επιπεφυκότα χρησιμεύει στην επούλωση του κερατοειδούς όταν τα βλαστικά κύτταρα του κερατοειδούς σε εκτεταμένο έγκαυμα είναι κατεστραμμένα βελτιώνοντας έτσι την πρόγνωση (Πίνακας 2). Η βασική παράμετρος που καθορίζει το στάδιο είναι η βλάβη του σκληροκερατοειδικού ορίου. Το στάδιο μπορεί να εκφραστεί και σε αναλογική κλίμακα που περιλαμβάνει το ποσοστό βλάβης του σκληροκερατοειδικού ορίου καθώς και το ποσοστό βλάβης του βολβικού επιπεφυκότα. Η ανάπτυξη νεότερων μεθόδων στην αντιμετώπιση των εγκαυμάτων, όπως η μεταμόσχευση βλαστικών κυττάρων και τοποθέτηση αμνιακής μεμβράνης έχει βελτιώσει την πρόγνωση ασθενών που ανήκαν στο στάδιο 4 κατά Roper-Hall, με αποτέλεσμα η κατηγορία να μην είναι πλέον αντιπροσωπευτική (Εικόνα 1). Πρόσφατη προοπτική μελέτη έδειξε ότι η σταδιοποίηση κατά Dua εκτιμά καλύτερα την πρόγνωση των χημικών εγκαυμάτων.13
Εικόνα 1: Ασθενής με χημικό έγκαυμα σταδίου IV κατά Dua ένα μήνα μετά το τραύμα (α) με χρώση φλουροσκεΐνης φαίνεται το εμμένον επιθηλιακό έλλειμα κεντρικά και η στικτή χρώση του μεικτού επιθηλίου επιπεφυκότα-κερατοειδούς που καλύπτει τον κερατοειδή και (β) αμέσως μετά την τοποθέτηση αποξηραμένης αμνιακής μεμβράνης με φακό επαφής, οπού φαίνεται και το σχέδιο για τον προσανατολισμό της.
Αντιμετώπιση χημικών εγκαυμάτων
Η αντιμετώπιση των χημικών εγκαυμάτων περιλαμβάνει τα άμεσα μέτρα που πρέπει να λάβουμε, τη διαχείριση της πρώιμης μετατραυματικής περιόδου και τη διαχείριση της όψιμης μετατραυματικής περιόδου.5 Το κυριότερο μέτρο διαχείρισης είναι η έκπλυση του χημικού παράγοντα που προκαλεί το έγκαυμα, η οποία πρέπει να γίνει άμεσα και μπορεί να καθυστερήσει μόνο για να εκτιμήσουμε εάν συντρέχει και κάποια απειλητική για τη ζωή κατάσταση και για να μετρήσουμε το pH της οφθαλμικής επιφάνειας. Η χρονική διάρκεια που μεσολαβεί από το έγκαυμα μέχρι την έναρξη της αντιμετώπισης είναι μια βασική παράμετρος που καθορίζει την πρόγνωση του εγκαύματος. Η πλύση μπορεί να γίνει ακόμη και με νερό της βρύσης εάν δεν έχουμε διαθέσιμο διάλειμμα φυσιολογικού ορού. Διαλείμματα που εξουδετερώνουν το pH έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί για την έκπλυση.14–17 Σε περίπτωση που το χημικό έγκαυμα προκλήθηκε από ασβέστη καλό είναι να απομακρυνθούν πριν την πλύση αν υπάρχουν μικρά κομματάκια ασβέστη γιατί αυτά εάν παραμείνουν εγκλωβισμένα στα κολπώματα, μπορεί να διαλυθούν με το υγρό και να δράσουν βλαπτικά. Κατά την πρώτη πλύση καλό είναι χρησιμοποιηθούν τουλάχιστον 2lt υγρού. Η χρήση τοπικού αναισθητικού και βλεφαροδιαστολέα μπορεί να βοηθήσουν. Πέντε με δέκα λεπτά μετά την πλύση μπορούμε να επαναλάβουμε τη μέτρηση του pH και αν είναι φυσιολογικό προχωρούμε με την κλινική μας εξέταση.18 Εάν δεν έχει κανονικοποιηθεί τότε επαναλαμβάνουμε την πλύση. Στη φάση αυτή καλό θα είναι να ζητηθεί εκτίμηση και από ωτορινολαρυγγολόγο ή πλαστικό χειρουργό εάν υπάρχουν εγκαύματα και σε άλλες περιοχές του προσώπου εκτός από τα μάτια. Η διαχείριση στη συνέχεια εξαρτάται από το στάδιο της βλάβης. Για βλάβες σταδίου 1-2 η διαχείριση μπορεί να περιλαμβάνει τοπική αντιβίωση και ενυδάτωση όπως σε τραυματικό έλλειμμα επιθηλίου κερατοειδούς, με την προσθήκη τοπικής αντιφλεγμονώδους αγωγής (κορτικοστεροιδές) και κυκλοπληγίας ανάλογα με την έκταση της φλεγμονής, με τη χρήση σταγόνων χωρίς συντηρητικά, όπου είναι δυνατόν. Σε σοβαρότερες βλάβες, χρήσιμη είναι η προσθήκη δοξικυκλίνης από το στόμα καθώς και η προσθήκη βιταμίνης C τοπικά ή από το στόμα ειδικά όταν υπάρχει διείσδυση της βλαπτικής ουσίας στον πρόσθιο θάλαμο.19–21 Η τοπική βιταμίνη C έχει καλύτερη διείσδυση στον πρόσθιο θάλαμο από τη συστηματικήκ, αλλά η ενστάλαξή της συνήθως προκαλεί πόνο, με αποτέλεσμα την μειωμένη συμμόρφωση από τους ασθενείς. Η ενδοφθάλμια πίεση πρέπει πάντοτε να ελέγχεται και να αντιμετωπίζεται πιθανή υπερτονία, η οποία αποτελεί συχνή επιπλοκή των χημικών εγκαυμάτων ειδικά όταν υπάρχει διείσδυση της καυστικής ουσίας στον πρόσθιο θάλαμο και βλάβη στο διηθητικό ηθμό. Εάν η βλάβη είναι μόνιμη τότε μπορεί να παραμείνει χρόνιο γλαύκωμα.22 Κάποιες φορές η βλάβη στο διηθητικό ηθμό μπορεί να συμβαίνει ταυτόχρονα με βλάβη στον ακτινωτό σώμα η οποίοι οδηγεί σε μείωση της παραγωγής του υδατοειδούς υγρού. Το αποτέλεσμα είναι φαινομενικά φυσιολογική πίεση η οποία όμως μπορεί να εξελιχθεί σε υποτονία αν ο διηθητικός ηθμός αποκατασταθεί μετά την υποχώρηση της φλεγμονής. Σε περίπτωση καθυστερημένης επούλωσης του επιθηλίου με ή χωρίς επαπειλούμενη τήξη του κερατοειδούς, μετρά όπως η χρήση αυτόλογου ορού ή άλλων αναγενετικών παραγόντων, η ένθεση αμνιακής μεμβράνης ή ακόμα και η συρραφή κρημνού επιπεφυκότα μπορούν να αξιοποιηθούν. Οι ασθενείς αυτοί πρέπει να παρακολουθούνται καθημερινά μέχρι την πλήρη επούλωση.15,23,24
Εάν η επούλωση γίνει με επιθήλιο επιπεφυκότα και όχι κερατοειδούς τότε κατά την όψιμη μετατραυματική περίοδο μπορεί να πραγματοποιηθεί μεταμόσχευση βλαστικών κυττάρων σκληροκερατοειδικού ορίου είτε από το άλλο μάτι το ίδιο ασθενούς, εάν η βλάβη ήταν ετερόπλευρη, είτε από κάποιον δότη. Τα τελευταία χρόνια εξελίσσεται η καλλιέργεια βλαστοκυττάρων από το επιθήλιο του κερατοειδούς ή ακόμα και από τον στοματικό βλεννογόνο για αποκατάσταση της οφθαλμικής επιφάνειας, ενώ ήδη υπάρχει η δυνατότητα καλλιέργειας των βλαστικών κυττάρων in vitro μετά από λήψη ελάχιστής ποσότητας και μεταμόσχευσής τους πάνω σε ειδικό φορέα.25–29
Η κερατοπλαστική μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση της όρασης των ασθενών αυτών. Η πρόγνωση είναι καλύτερη εφόσον έχει επιτευχθεί η αποκατάσταση υγιούς κερατοειδικού επιθηλίου, κολπωμάτων και οφθαλμικής επιφανείας και έχει γίνει αποκατάσταση των βλεφάρων εάν χρειάζεται.5 Σε περιπτώσεις σοβαρών εγκαυμάτων με πλήρη απώλεια των βλαστικών κυττάρων, η αποκατάσταση δύναται να πραγματοποιηθεί με κερατοπροθέσεις, και ειδικά σε περιπτώσεις βαρέων εγκαυμάτων, με πραγματοποίηση οστεο-οδοντο-κερατοπρόθεσης.
Συμπεράσματα
Τα χημικά εγκαύματα κερατοειδούς συναντώνται συχνά στα οφθαλμολογικά επείγοντα, έχοντας από ήπιες έως πολύ σοβαρές επιπτώσεις και μπορεί να απειλήσουν την όραση σε νέους κυρίως ανθρώπους. Οι χημικές ουσίες οι οποίες τα προκαλούν βρίσκονται συχνά στο επαγγελματικό και οικιακό περιβάλλον. Η άμεση αντιμετώπιση τους είναι βασική παράμετρος βελτίωσης της πρόγνωσής τους. Η σταδιοποίηση κατά Dua φαίνεται να έχει καλύτερη συσχέτιση με την πρόγνωση και αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για την παρακολούθηση και τον σχεδιασμό της αντιμετώπισης των ασθενών αυτών.
Βιβλιογραφία
- Quesada JMA, Lloves JM, Delgado DV. Ocular chemical burns in the workplace: Epidemiological characteristics. Burns 2020;46:1212–1218.
- ML White JCJJCD. Incidence of Stevens-Johnson syndrome and chemical burns to the eye. Cornea 2015;34:1527–33.
- S Ghosh BS-CAKSPATZJ. Acute chemical eye injury and limbal stem cell deficiency–a prospective study in the United Kingdom. Cornea 2019;38:8– 12.
- RS Haring ISRCJCES. Epidemiologic trends of chemical ocular burns in the United States. JAMA Ophthalmol 2016;134:1119–24.
- Dua HS, Ting DSJ, Al Saadi A, Said DG. Chemical eye injury: pathophysiology, assessment and management. Eye 2020;34:2001–2019.
- Rodr guez-Ares MT, Touri o R, Lamas-Francis D, et al. Hand sanitiser- associated ocular chemical injury in children. J Paediatr Child Health 2021.
- SC Brodovsky CMGSMLLSMD. Management of alkali burns: an 11-year retrospective review. Ophthalmology 2000;107:1829–35.
- Grant WM, Kern HL. Action of Alkalies on the Corneal Stroma roma. AMA Arch Ophthalmol 1955;54:931–939.
- Rochlin DH, Rajasingh CM, Karanas YL, Davis DJ. Full-Thickness Chemical Burn from Trifluoroacetic Acid: A Case Report and Review of the Literature. Ann Plast Surg 2018;81:528–530.
- Roper-Hall M. Thermal and chemical burns. Trans Ophthalmol Soc UK 1965;85:631–53.
- Ballen P. Treatment of chemical burns of the eye. Eye Ear Nose Throat Mon 1964;43:57–61.
- HS Dua AKAJ. A new classification of ocular surface burns. Br J Ophthalmol 2001;85:1379–83.
- N Gupta MKRT. Comparison of prognostic value of Roper Hall and Dua classification systems in acute ocular burns. Br J Ophthalmol 2011;95:194–8.
- Wiesner N, Dutescu RM, Uthoff D, et al. First aid therapy for corrosive chemical eye burns: results of a 30-year longitudinal study with two different decontamination concepts. Graefe’s Arch Clin Exp Ophthalmol 2019;257:1795–1803.
- Bizrah M, Yusuf A, Ahmad S. An update on chemical eye burns. Eye 2019;33:1362–1377.
- A Baradaran-Rafii MEZHESMHAD. Current and upcoming therapies for ocular surface chemical injuries. Ocul Surf 2017;15:48–64.
- Alexander KS, Wasiak J, Cleland H. Chemical burns: Diphoterine untangled. Burns 2018;44:752–766.
- Connor AJ, Severn P. Use of a control test to aid pH assessment of chemical eye injuries. Emerg Med J 2009;26:811–812.
- Bian F, Pelegrino FSA, Henriksson JT, et al. Differential Effects of Dexamethasone and Doxycycline on Inflammation and MMP Production in Murine Alkali-Burned Corneas Associated with Dry Eye Presented in part as abstracts at the annual meeting of the Association for Research in Vision and Ophthalmology 2010, 2013, and 2014. Ocul Surf 2016;14:242–254.
- Bizrah M, Yusuf A, Ahmad S. Adherence to Treatment and Follow-Up in Patients with Severe Chemical Eye Burns. Ophthalmol Ther 2019;8:251– 259.
- RR Pfister CPJSSH. The efficacy of ascorbate treatment after severe experimental alkali burns depends upon the route of administration. Invest Ophthalmol Vis Sci 1980;19:1526–9.
- Choi SH, Kim MK, Oh JY. Glaucoma after ocular chemical burns: Incidence, risk factors, and outcome. Sci Rep 2020;10.
- Medi Eslani AB-RAYCKHKHHARDEJH. Amniotic Membrane Transplantation in Acute Severe Ocular Chemical Injury: A Randomized Clinical Trial. Am J Ophthalmol 2019;199:209–215.
- Soleimani M, Naderan M. Management Strategies of Ocular Chemical Burns: Current Perspectives. Clin Ophthalmol 2020;14:2687–2699.
- Pellegrini G, Ardig D, Milazzo G, et al. Navigating Market Authorization: The Path Holoclar Took to Become the First Stem Cell Product Approved in the European Union. Stem Cells Transl Med 2018;7:146–154.
- Ghareeb AE, Lako M, Figueiredo FC. Recent Advances in Stem Cell Therapy for Limbal Stem Cell Deficiency: A Narrative Review. Ophthalmol Ther 2020;9:809–831.
- Sotozono C, Inatomi T, Nakamura T, et al. Visual improvement after cultivated oral mucosal epithelial transplantation. Ophthalmology 2013;120:193–200.
- Saccu G, Menchise V, Giordano C, et al. Regenerative Approaches and Future Trends for the Treatment of Corneal Burn Injuries. J Clin Med 2021;10:317.
- Shimazaki J, Satake Y, Higa K, et al. Long-term outcomes of cultivated cell sheet transplantation for treating total limbal stem cell deficiency: Long-term outcomes of cultivated cell sheet transplantation. Ocul Surf 2020;18:663– 671.